οργανογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οργανογραφικός < οργανογραφία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
οργανογραφικός
- (βιολογία, μουσική) που έχει σχέση με την οργανογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οργανογραφικός
|