οργανοληπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οργανοληπτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
οργανοληπτικός
- που μπορεί να γίνει αντιληπτός από αισθητήρια όργανα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οργανοληπτικός