οργανοταξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οργανοταξία θηλυκό
- η κατάταξη και ταξινόμηση ενόργανων όντων βάσει συγκεκριμένων χαρακτηριστικών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οργανοταξία
|