οριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οριστικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁριστικός (που ορίζει) < ὁριστός < ὁρίζω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική définitif
- για τη γραμματική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική défini [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.ɾi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρι‐στι‐κός
- ομόηχο: οριστικώς
Επίθετο[επεξεργασία]
οριστικός, -ή, -ό
- που γίνεται για πάντα, που δεν πρόκειται να αλλάξει
- (γραμματική) που ορίζει με συγκεκριμένο τρόπο
- → δείτε και τη λέξη οριστική
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ορίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οριστικός
γραμματική
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ οριστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)