ουβαόλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουβαόλη | οι | ουβαόλες |
γενική | της | ουβαόλης | των | ουβαολών |
αιτιατική | την | ουβαόλη | τις | ουβαόλες |
κλητική | ουβαόλη | ουβαόλες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουβαόλη θηλυκό