ουρμπανισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ουρμπανισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ουρμπανισμός αρσενικό
- (χωροταξία) ο σχεδιασμός αναφορικά με την εδαφική επέκταση των πόλεων ή την οικοδομική διευθέτηση νέων περιοχών· η πολεοδομία
- (κοινωνιολογία) η μαζική συρροή πληθυσμού της υπαίθρου προς τα αστικά κέντρα, προς τις πόλεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ουρμπανισμός
Πηγές
[επεξεργασία]- Λήμμα «ουρμπανισμός», στο: Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 2250.