οὐδένων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

[επεξεργασία]

οὐδένων αρσενικό

  • γενική πληθυντικού της αορίστου αντωνυμίας οὐδείς