πάιγ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάιγ < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) γαλλική paille (άχυρο, καλαμάκι)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πάιγ άκλιτο
- (γαστρονομία) τρόπος κοπής φαγώσιμου σε σχήμα άχυρου, ή εξαιρετικά λεπτού ορθογώνιου σχήματος
- πατάτες πάιγ
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συνήθως γράφεται γαλλικά: paille