πάλαι ποτέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάλαι ποτέ < αρχαία ελληνική ("πάλαι ποτ᾽ ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι", Αριστοφάνη, Πλούτος [1002])
Έκφραση[επεξεργασία]
πάλαι ποτέ
- παλιότερος, που αναφέρεται σε κάποια παλιότερη εποχή
- ↪ της πάλαι ποτέ Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου