πάλληξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
παλληκ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | πάλληξ | οἱ/αἱ | πάλληκες | |
γενική | τοῦ/τῆς | πάλληκος | τῶν | παλλήκων | |
δοτική | τῷ/τῇ | πάλληκῐ | τοῖς/ταῖς | πάλληξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | πάλληκᾰ | τοὺς/τὰς | πάλληκᾰς | |
κλητική ὦ! | πάλληξ | πάλληκες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πάλληκε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | παλλήκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάλληξ αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)