πάμμαχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάμμαχος, -ος, -ον [μᾰχ]
- που μάχεται με όλους
- (αθλητισμός) αυτός που μάχεται με τα πάντα μέσα από όλες τις κατηγορίες των αρχαίων Ελληνικών παλαιστικών γυμνασίων
- χαρακτηρισμός πάλης
- ※ <Κυπρία πάλη>· ἣν ἔνιοι <πάμμαχον> καλοῦσιν, οἱ δὲ ἄγροικον (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ)
- ≈ συνώνυμα: παμμάχιον
- πάμμαχον: τα πάντα στην μάχη, η μάχη που επιτρέπει τα πάντα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πάμμαχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πάμμαχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.