πάνδεινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάνδεινα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- όλων των ειδών τα δεινά, πολύ μεγάλες συμφορές και δοκιμασίες
- υπέφερε τα πάνδεινα μετά το θάνατο των γονιών της