πάνελ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάνελ < (λόγιο δάνειο) αγγλική panel [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάνελ ουδέτερο άκλιτο
- ομάδα ανθρώπων που είναι (ή θεωρούνται) ειδήμονες σε κάποιο θέμα κι έχουν κληθεί για να μιλήσουν σε μια δημόσια συζήτηση (π.χ. τηλεοπτική, συνεδριακή κ.λπ.) για αυτό
- (συνεκδοχικά) η συζήτηση που διεξάγεται από τα μέλη της παραπάνω ομάδας
- λεπτή πλάκα από διάφορα υλικά (γυαλί, μέταλλο, ξύλο, παζλ από πηχάκια), που καλύπτει μια επιφάνεια (συνήθως με παράθεση πολλών όμοιων πλακών) και χρησιμοποιείται για ποικίλες εφαρμογές
- ※ ηλιακά πάνελ που τοποθετούνται στην οροφή (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 11/9/2010)
- ※ ηλιακή ενέργεια από φωτοβολταϊκά πάνελ (εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 11/9/2010)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- (στον πληθυντικό σπάνιο, λαϊκότροπο) πάνελα αλλά και σε άλλες πτώσεις ως τύπος πάνελο χρησιμοποιείται ειρωνικά και σκωπτικά
- ※ Όσο κατανοητός κι αν είναι ο θυμός και η κόντρα που ξεσπάει μεταξύ πολιτικών, στα πάνελα παραμένει ένα θέαμα παρωχημένο και μακριά από τις ανάγκες των καιρών (Πόπη Διαμαντάκου, εφημερίδα Τα Νέα, 20/10/2011)
- ※ Κεντρικό θέμα για παράδειγμα του κουτσομπολίστικου πάνελου ήταν το νεογέννητο του Σάκη Ρουβά (Πόπη Διαμαντάκου, εφημερίδα Τα Νέα, 18/10/2011)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πάνελ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)