πάπυρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάπυρος | οι | πάπυροι |
γενική | του | πάπυρου & παπύρου |
των | πάπυρων & παπύρων |
αιτιατική | τον | πάπυρο | τους | πάπυρους & παπύρους |
κλητική | πάπυρε | πάπυροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάπυρος < αρχαία ελληνική πάπυρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάπυρος αρσενικό
- το φυτό Cyperus papyrus, ιθαγενές στην κοιλάδα του ποταμού Νείλου
- γραφική ύλη παρόμοια με το χαρτί, από τα φύλλα αυτού του φυτού
- έγγραφο γραμμένο σε ένα κομμάτι τέτοιας γραφικής ύλης