πάρδαλις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάρδαλις < αρχαία ελληνική < πάρδαλις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάρδαλις θηλυκό
- ο πάνθηρας (βλέπε λέξη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πάρδαλις
|