πάσπαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πάσπαρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πάσπαρος αρσενικό
- (κρητικά) μαλακή ελαφριά πέτρα λευκού ή υπόλευκου χρώματος, η οποία θρυμματίζεται εύκολα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πάσπαρος
|