παγετός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παγετός | οι | παγετοί |
γενική | του | παγετού | των | παγετών |
αιτιατική | τον | παγετό | τους | παγετούς |
κλητική | παγετέ | παγετοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παγετός < αρχαία ελληνική παγετός < πάγος < πήγνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂ǵ- (προσκολλώ, συνάπτω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ʝeˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐γε‐τός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παγετός αρσενικό
- (μετεωρολογία) η πτώση της θερμοκρασίας κάτω από το μηδέν στην κλίμακα Κελσίου
- (μετεωρολογία) η απόθεση στο έδαφος της υγρασίας με μορφή πάγου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- μεσοπαγετώδης
- παγετώδης
- παγετώνας
- παγετωνικός
- → δείτε τη λέξη πάγος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- παγετός στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)