παγκάρπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παγκάρπιο αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) αρχαιολογικός συμβατικός όρος αρχιτεκτονικού και γλυπτικού κοσμήματος που παριστά στέφανο ή ημιστέφανο από άνθη και καρπούς
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- παγκάρπιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παγκάρπιο
|