παγοκολόνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παγοκολόνα θηλυκό
- κομμάτι πάγου σε τυποποιημένο σχήμα και μέγεθος
- (μεταφορικά) άνθρωπος (ιδίως γυναίκα) που δεν εξωτερικεύει κανένα συναίσθημα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παγοκολόνα
|