παθιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παθιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παθιάζω/παθιάζομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]παθιασμένος - η - ο
- που παθιάζεται με κάτι, που κάνει κάτι με πάθος
- παθιασμένος άνθρωπος
- που γίνεται με ένταση και με πάθος
- παθιασμένο φιλί