παλαίμαχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαίμαχος < → λείπει η ετυμολογία + -μαχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλαίμαχος αρσενικό
- που είχε πολεμήσει στο παρελθόν, που είχε υπηρετήσει στο στρατό σε περίοδο πολέμου και είχε συμμετάσχει σε μάχες
- (κατ’ επέκταση) που είχε ακολουθήσει αθλητική καριέρα σε ομαδικό άθλημα, αλλά τώρα έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση