παλαιογραφικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παλαιογραφικός < παλαιογραφία
Επίθετο
[επεξεργασία]παλαιογραφικός -ή -ό
- που αναφέρεται ή ανήκει στην παλαιογραφία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παλαιογραφικός