παλαιονορβηγικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | παλαιονορβηγικά | ||
γενική | των | παλαιονορβηγικών | ||
αιτιατική | τα | παλαιονορβηγικά | ||
κλητική | παλαιονορβηγικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιονορβηγικά < σύντμηση του παλαιά νορβηγικά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλαιονορβηγικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό