παλετοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παλετοποίηση | οι | παλετοποιήσεις |
γενική | της | παλετοποίησης | των | παλετοποιήσεων |
αιτιατική | την | παλετοποίηση | τις | παλετοποιήσεις |
κλητική | παλετοποίηση | παλετοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλετοποίηση (νεολογισμός) < παλέτ(α) + -ο- + -ποίηση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλετοποίηση θηλυκό
- η συσκευασία προϊόντων σε παλέτες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλετοποίηση