παλινορθώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλινορθώνω < (καθαρεύουσα) παλινορθ(ῶ) + -ώνω < παλινόρθωσις (αναδρομικός σχηματισμός) < αρχαία ελληνική πάλιν + ὀρθόω / ὀρθῶ < ὀρθός
- για την πολιτική < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική restaurer [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.li.noˈɾθo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λι‐νορ‐θώ‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
παλινορθώνω
- (παρωχημένο) ξαναστήνω κάτι όρθιο, το ξαναφέρνω στην αρχική θέση του
- (κατ’ επέκταση) (πολιτική) επαναφέρω κάποιον μονάρχη στην εξουσία, αποκαθιστώ το μοναρχικό καθεστώς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παλινόρθωση
- παλινορθωτικός
- → δείτε τις λέξεις πάλι και όρθιος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλινορθώνω
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «παλινόρθωση» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παλιν- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)