παλινωδία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλινωδία οι παλινωδίες
      γενική της παλινωδίας των παλινωδιών
    αιτιατική την παλινωδία τις παλινωδίες
     κλητική παλινωδία παλινωδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλινωδία < αρχαία ελληνική < παλιν- + ωδή: νέα ωδή που αναιρεί το περιεχόμενο παλαιότερης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλινωδία θηλυκό

  1. (συχνότερα στον πληθυντικό) η για δεύτερη (ή πολλοστή) φορά αλλαγή γνώμης, ιδιαίτερα η υιοθέτηση μιας άποψης που προηγουμένως είχε απορριφθεί
    Κυβερνητικές παλινωδίες στη ναυτιλία (εφημερίδα Ναυτεμπορική, 12 Ιουνίου 2010)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]