παλιόγερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παλιόγερος < παλιο- + γέρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παλιόγερος αρσενικό

  • υβριστικός/μειωτικός χαρακτηρισμός για κάποιον ηλικιωμένο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]