παλιόδρομος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλιόδρομος οι παλιόδρομοι
      γενική του παλιόδρομου των παλιόδρομων
    αιτιατική τον παλιόδρομο τους παλιόδρομους
     κλητική παλιόδρομε παλιόδρομοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παλιόδρομος < παλιο- + δρόμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παλιόδρομος αρσενικό

  • δρόμος δύσκολος ή/και σε κακή κατάσταση
    από το χωριό μέχρι την γειτονική πόλη παίρνεις ένα στενό παλιόδρομο, όλο κλειστές στροφές και λακκούβες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]