παλμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παλμός | οι | παλμοί |
γενική | του | παλμού | των | παλμών |
αιτιατική | τον | παλμό | τους | παλμούς |
κλητική | παλμέ | παλμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλμός < αρχαία ελληνική παλμός < πάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλμός αρσενικό
- η κίνηση που γίνεται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις
- ο σφυγμός
- (μεταφορικά) ο ενθουσιασμός και η ζωντάνια που χαρακτηρίζουν μια ενέργεια
- (αθλητισμός) ο τρόπος προετοιμασίας και εκτέλεσης μιας ρίψης ακοντίου, σφαίρας, σφύρας κ.λπ.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αναπαλμός
- παλμικός
- παλμικώς
- ταχυπαλμία
- → δείτε τη λέξη πάλλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παλμός
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | παλμός | οἱ | παλμοί |
γενική | τοῦ | παλμοῦ | τῶν | παλμῶν |
δοτική | τῷ | παλμῷ | τοῖς | παλμοῖς |
αιτιατική | τὸν | παλμόν | τοὺς | παλμούς |
κλητική ὦ! | παλμέ | παλμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παλμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παλμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλμός < πάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παλμός αρσενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)