πανοραμίκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πανοραμίκ < γαλλική panoramique

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πανοραμίκ ουδέτερο άκλιτο

  • (κινηματογράφος, φωτογραφία) η οριζόντια κίνηση της κάμερας γύρω από τον άξονά της χωρίς αυτή να μετακινηθεί από την θέση της στον κινηματογράφο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]