πανούκλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πανούκλα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πανούκλα < λατινική panucula < panicula < panus (πρήξιμο, οίδημα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πανούκλα θηλυκό
- Η νόσος πανώλης ή πανώλη
- Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι το αίτιο της πανούκλας είναι το εντεροβακτηρίδιο Yersinia pestis.
- Γενικότερα, κάθε θανατηφόρα επιδημία (λοιμός) και -κυρίως- κάθε θανατηφόρα πανδημία.
- Πρέπει να λάβουμε αμέσως υγειονομικά μέτρα αλλιώς θα ξεσπάσει πανούκλα.
- (μεταφορικά) Άσχημη ή κακιά γυναίκα.
- Πήγε και παντρεύτηκε μια πανούκλα.
- (μεταφορικά) Μεγάλο κακό.
- Η πανούκλα του ναζισμού είχε σκεπάσει την Ευρώπη.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα: για κάτι που έχει (ή παρουσιάζεται με) καλή εξωτερική όψη, ενώ εσωτερικά (ή στην πραγματικότητα) είναι κακό.
- Αυτή η ηθοποιός που βλέπεις είναι απ'έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα. Έχει πολύ άσχημο χαρακτήρα.
- μαύρη πανούκλα: o μαύρος θάνατος. Πανδημία που εξαπλώθηκε σε Ασία και Ευρώπη το χρονικό διάστημα 1330-1350 μ.Χ. περίπου και υπολογίζεται ότι εξόντωσε το 1/3 ως και τα 2/3 του πληθυσμού των περιοχών που πρόσβαλε.
- Η μαύρη πανούκλα σκότωσε εκατομμύρια ανθρώπους.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)