παντατίφ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παντατίφ < άμεσο δάνειο από τη γαλλική pendentif

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παντατίφ ουδέτερο, άκλιτο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]