πανωβελονιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πανωβελονιά | οι | πανωβελονιές |
γενική | της | πανωβελονιάς | των | πανωβελονιών |
αιτιατική | την | πανωβελονιά | τις | πανωβελονιές |
κλητική | πανωβελονιά | πανωβελονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πανωβελονιά θηλυκό
- είδος ραψίματος και κεντήματος, σε αντιδιαστολή προς την σταυροβελονιά
- Το τσουβάλι θέλει πανωβελονιά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πανωβελονιά
|