παπαδίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παπαδίτσα οι παπαδίτσες
      γενική της παπαδίτσας
    αιτιατική την παπαδίτσα τις παπαδίτσες
     κλητική παπαδίτσα παπαδίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παπαδίτσα < παπάς + -ίτσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παπαδίτσα θηλυκό

  1. (πτηνό) τρυποφράχτης
  2. είδος εντόμου, πασχαλίτσα
  3. (φυτό) είδος φυτού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]