παράβολος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράβολος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
παράβολος
- Βυζαντινός κληρικός αφιερωμένος στην φροντίδα ασθενών με λοιμώδη νοσήματα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παράβολος
|