παράπλευρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈɾa.ple.vɾos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /paˈɾa.ple.vɾi/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /paˈɾa.ple.vɾo/ ουδέτερο
Επίθετο[επεξεργασία]
παράπλευρος, -η, -ο
- που εφάπτεται κατά μήκος της μιας πλευράς του με κάτι άλλο, συνορεύοντας άμεσα μαζί του
- που πραγματοποιείται κατά μήκος μιας γραμμής ή πλευράς
- παράπλευρη κυκλοφορία
- που συμβαίνει έμμεσα, εξαιτίας κάποιου άλλου
- παράπλευρες απώλειες
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παράπλευρος