παρίσταμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρίσταμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρίσταμαι (< παρ- + ἵσταμαι), μεσοπαθητικός τύπος του παρίστημι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾi.sta.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρί‐στα‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
παρίσταμαι, πρτ.: παρίστατο3o, αόρ.: παρέστη3o, μτχ.π.ε.: παριστάμενος (αποθετικό ρήμα)
- (λόγιο) είμαι παρών, βρίσκομαι σε κάποιο σημείο μαζί με άλλους
- ↪ Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέστη στα εγκαίνια του Μορφωτικού Κέντρου.
- (ως απρόσωπο) → δείτε το τρίτο πρόσωπο παρίσταται
- (νομικός όρος) είμαι παρών σε δίκη ως δικηγόρος υπεράσπισης
Εκφράσεις[επεξεργασία]
εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο δικηγόρος σην εκφώνηση της υπόθεσης για να δηλώσει ότι ο πελάτης του και διάδικος:
- παρίσταται διά του... δεν παρίσταται αυτοπροσώπως, αλλά διά του δικηγόρου του
- παρίσταται μετά παρίσταται αυτοπροσώπως με εκείνον (το δικηγόρο του)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε και τις λέξεις παριστάνω και παρασταίνω
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- παρίσταμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παρίσταμαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
παρίσταμαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος παρίστημι
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρηματικοί τύποι (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Ρήματα στη μεσοπαθητική φωνή (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)