παραίσθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παραίσθηση | οι | παραισθήσεις |
γενική | της | παραίσθησης* | των | παραισθήσεων |
αιτιατική | την | παραίσθηση | τις | παραισθήσεις |
κλητική | παραίσθηση | παραισθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραισθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραίσθηση < αρχαία ελληνική παραίσθησις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική hallucination)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈɾe.sθi.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραίσθηση θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παραισθησία
- παραισθησιακός
- παραισθησιογόνος
- παραισθητικός
- → δείτε τις λέξεις παρά και αισθάνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραίσθηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)