παραγάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παραγάδι | τα | παραγάδια |
γενική | του | παραγαδιού | των | παραγαδιών |
αιτιατική | το | παραγάδι | τα | παραγάδια |
κλητική | παραγάδι | παραγάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραγάδι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραγάδι ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, εργαλείο, αλιεία) πετονιά με πολλά αγκίστρια η οποία αρχικά είναι μαζεμένη σε ένα στρογγυλό πανέρι και κατόπιν ρίπτεται από σκάφος που κινείται με χαμηλή ταχύτητα ώστε να απλωθεί σε ευθεία γραμμή μέσα στη θάλασσα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- παραγάδι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Αλιεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)