παραεκκλησιαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραεκκλησιαστικός < παρα- + εκκλησιαστικός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραεκκλησιαστικός, -ή, -ό
- που ασχολείται με εκκλησιαστικά θέματα και δραστηριότητες, εκτός όμως του ελέγχου και της άμεσης επίβλεψης της επίσημης εκκλησίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παραεκκλησιαστικά
- → δείτε τις λέξεις παρά, εκκλησία και καλώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραεκκλησιαστικός
|