παραθείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παραθείο | τα | παραθεία |
γενική | του | παραθείου | των | παραθείων |
αιτιατική | το | παραθείο | τα | παραθεία |
κλητική | παραθείο | παραθεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παραθείο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παραθείο ουδέτερο
- (χημεία) οργανική ένωση, που χρησιμοποιείται ως δραστικό εντομοκτόνο. Είναι ένα κιτρινωπό ελαιώδες υγρό, άοσμο και πολύ τοξικό.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παραθείο