παρακεντές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρακεντές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική پراكنده (διασκορπισμένος) (τουρκική perakende με παρα- παρετυμολογικά < περσική پراگنده (parâgande) [1][2][3]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.denˈdes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐κε‐ντές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρακεντές αρσενικό
- (μειωτικό) κάποιος που δεν ζει με δικά του μέσα, αλλά παρασιτικά, σε βάρος άλλων
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) βοηθητικός έκτακτος εργάτης σε ξένα χωράφια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παρακεντέδικος
- Παρακεντές (επώνυμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακεντές
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ παρακεντές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ παρακεντές - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ παρακεντές - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παρα- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένες σημασίες όρων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)