παρακλαδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παρακλαδικός
- που έχει σχέση με καταστάσεις και πρόσωπα εκτός κάποιου εργασιακού ή άλλου κλάδου ή αναφέρεται σ’ αυτά
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παρακλαδικά
- → δείτε τις λέξεις παρά, κλάδος και κλαδί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρακλαδικός
|