παρακρατώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
παρακρατώ -είς, -εί (παρακράτ-ησα, -ήθηκα, -ημένος)
- συνεχίζομαι περισσότερο απ' όσο πρέπει (το αστείο παρακράτησε)
- αποθηκεύω μέρος προϊόντος για επωφελέστερη διάθεση
- κρατώ μέρος από το ποσό που πρόκειται να δώσω