παραλαβή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραλαβή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραλαβή θηλυκό
- η πράξη του παραλαμβάνω, το να πάρει κάποιος, αντικείμενο που του έδωσε άλλος