παραμάγειρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.raˈma.ʝi.ros/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐μά‐γει‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παραμάγειρος αρσενικό
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του παραμάγειρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραμάγειρος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- παραμάγειρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- παραμάγειρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)