παραμένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
παραμένω
- εξακολουθώ να βρίσκομαι σε έναν τόπο
- μετά τη σύσκεψη ο διευθυντής τον κράτησε στο γραφείο του όπου παρέμειναν συζητώντας για πολλή ώρα
- εξακολουθώ να βρίσκομαι σε μια κατάσταση χωρίς αλλαγή για κάποιο χρονικό διάστημα
- μετά από τόση ένταση όλοι παρέμειναν σιωπηλοί για αρκετή ώρα
- στον αόριστο παραέμεινα: μένω υπερβολικά κάπου ή κάπως για πολύ χρόνο
- παραέμεινα αδρανής, πρέπει να βρω κάτι να κάνω