παραμιλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παραμιλώ < παρα- + μιλώ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ɾa.miˈlo/

παραμιλώ και παραμιλάω

  1. μιλάω στον ύπνο μου
  2. μιλάω ασυνάρτητα εξαιτίας μιας οργανικής ή ψυχολογικής διαταραχής
  3. μιλάω στον εαυτό μου χωρίς να με ακούει ή να με καταλαβαίνει κανείς, μονολογώ
  4. μιλάω ακατάπαυστα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]