παρασκηνιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρασκηνιακός < παρασκήνιο + -ακός
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παρασκηνιακός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά) που βρίσκεται στα (θεατρικά ή άλλα) παρασκήνια, ανήκει σ’ αυτά ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (μεταφορικά) που πραγματοποιείται στα κρυφά, που γίνεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- παρασκηνιακά
- → δείτε τις λέξεις παρασκήνιο, παρά και σκηνή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταφορικά