παρασόλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρασόλ < ιταλική parasole ή γαλλική parasol

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παρασόλ ουδέτερο άκλιτο

  • ομπρέλα για τον ήλιο, το αλεξήλιο
    ※  Σε άλλους αιώνες το «παρασόλ» – ή κοινώς η ομπρέλα για τον ήλιο – αποτελούσε απαραίτητο ανοιξιάτικο και καλοκαιρινό αξεσουάρ (Το Βήμα, Επιστροφή στο… παρασόλ!, 21 Μαρτίου 2013 [1])

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]