παρασόλ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρασόλ ουδέτερο άκλιτο
- ομπρέλα για τον ήλιο, το αλεξήλιο
- ※ Σε άλλους αιώνες το «παρασόλ» – ή κοινώς η ομπρέλα για τον ήλιο – αποτελούσε απαραίτητο ανοιξιάτικο και καλοκαιρινό αξεσουάρ (Το Βήμα, Επιστροφή στο… παρασόλ!, 21 Μαρτίου 2013 [1])
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)